- προδιαλέγω
- Α1. συζητώ προηγουμένως2. (μέσ. με παθ. αορ.) προδιαλέγομαιδιαλέγομαι, συζητώ κάτι εκ τών προτέρων ή προκαταρκτικά («βούλομαι οὖν προδιαλεχθῆναι περί τ' ἐμαυτοῡ καὶ περὶ τῶν οὕτω πρὸς με διακειμένων», Ισοκρ.)3. μέσ. (κατ' ευφ.) συνουσιάζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + διαλέγομαι «συνομιλώ, συναναστρέφομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.